ρουσφετολογώ

ρουσφετολογώ
-ησα, επιδιώκω ή κάνω ρουσφέτια: Όλα τα χρόνια που έβγαινε βουλευτής ρουσφετολογούσε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρουσφετολογώ — Ν κάνω ή επιδιώκω ρουσφέτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουσφετολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”